μήνυμα

μήνυμα

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Τα ουσιαστικά προβλήµατα µε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (Παρέµβαση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, Μάϊος 2016)

 

Τά οὐσιαστικά προβλήµατα
µέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο
(Παρέµβαση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, Μάϊος 2016)
 Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού πρόκειται νά συνέλθη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Κρήτη ἦταν «προσδοκία» πολλῶν, πού τήν ὁραµατίσθηκαν, ἑτοιµάσθηκαν, κουράστηκαν, καί τώρα ὁδηγεῖται πρός τήν σύγκλησή της. Τά ἐρωτήµατα τά ὁποῖα τίθενται εἶναι ἐάν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι αὐτή πού περίµεναν ὅσοι τήν ὁραµατίσθηκαν. Γράφονται καί λέγονται πολλά γιά τό θέµα αὐτό, ἄλλοι ἐκφράζουν τήν χαρά τους, γιατί ἐπιτέλους ἦλθε αὐτή ἡ ποθητή ὥρα, ἄλλοι ἐκφράζουν ἔντονο προβληµατισµό, ἔντονο δισταγµό καί ἄλλοι αἰσθάνονται πλήρη ἀπογοήτευση. Στήν µικρή αὐτή τοποθέτηση θά περιορισθῶ σέ µερικές ἐπισηµάνσεις
1. Σύνοδος Προκαθηµένων
Ἡ µέλλουσα νά συνέλθη Σύνοδος ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στήν πραγµατικότητα ὅµως θά εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τήν ἄποψη αὐτήν τήν στηρίζω στό ὅτι ὅλες οἱ κρίσιµες ἀποφάσεις ἐλήφθησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στίς 6-9 Μαρτίου τοῦ 2014 στήν Κωνσταντινούπολη οἱ Προκαθήµενοι ἔλαβαν τήν ἀπόφαση νά συγκληθῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τόν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 2016 καί καθόρισαν τήν θεµατολογία της. Στίς 27-28 Ἰανουαρίου 2016 οἱ Προκαθήµενοι στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης ἐψήφισαν τόν Κανονισµό λειτουργίας (ἐκτός τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας) καί τά ἑτοιµασθέντα κείµενα ἀπό τίς Ἐπιτροπές, πλήν ἑνός θέµατος τό ὁποῖο δέν ὑπεγράφη ἀπό δύο Πατριαρχεῖα (Ἀντιοχείας καί Γεωργίας). Πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ Προκαθήµενοι θά ὑπογράψουν τό µήνυµα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τό ὁποῖο θά καταρτισθῆ ἀπό ἕναν ἐκπρόσωπο ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τό πρόγραµµα τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά καταρτισθῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους.
 Τέλος δέ τά κείµενα στήν τελική τους µορφή θά ψηφισθοῦν καί θά ὑπογραφοῦν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἑποµένως, ὅπως φαίνεται ἀπό τά ἀνωτέρω ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι κυρίως Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί αὐτό εἶναι συµβατικό, γιατί ἕως τώρα ἦταν ἐλλιπής ἤ ἀνύπαρκτη ἡ παρουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰωάννου, ἀµφισβητεῖται δέ πρός τό παρόν ἡ παρουσία του κατά τίς ἐργασίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἑποµένως, οὔτε ὅλων τῶν Προκαθηµένων εἶναι Σύνοδος. Θεωρητικά, βέβαια, ὑποτίθεται ὅτι οἱ Προκαθήµενοι ἐξέφρασαν ἤ ἐκφράζουν τίς ἀποφάσεις τῶν περί αὐτῶν Συνόδων. Αὐτό εἶναι θεωρητικό. Καίτοι τό σύστηµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, ἐν τούτοις ὅµως σέ πολλά θέµατα δέν λαµβάνονται ἀποφάσεις ἀπό τίς Συνόδους.
∆έν γνωρίζω ἐπαρκῶς τί γίνεται στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀλλά γνωρίζω ἐκ τοῦ σύνεγγυς τί γίνεται στήν δική µας Ἐκκλησία. Γιά τήν ἀπόφαση συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἐλήφθη τόν Μάρτιο τοῦ 2014, γιά τά κείµενα πού ὑπεγράφησαν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 δέν ἐζητήθη ἡ ἄποψη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δέν συζητήθηκαν κατά τίς συνεδριάσεις της. Γιά τά ὑπόλοιπα, ὅπως γιά τό µήνυµα τό ὁποῖο θά ἐκδώση ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, δέν γνωρίζω ἄν θά ὑπάρξη ἡ συγκατάθεση καί ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας µας. Ἑποµένως, ἡ µέλλουσα νά συγκληθῆ Ἱερά Σύνοδος εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων καί ὄχι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐπιπροσθέτως, πρέπει νά τονισθῆ ὅτι σέβοµαι ἀπολύτως τόν Μακαριώ- τατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµο, ὁ ὁποῖος διευθύνει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος µέ σεβασµό στό Συνοδικό σύστηµα, ἀκούει τίς ἀπόψεις τῶν Ἱεραρχῶν καί πάντοτε ἀποδέχεται τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, χωρίς νά ἐπιδιώκη νά τήν χειραγωγῆ.
Ὅµως, ὑπάρχει Πατριαρχικό Γράµµα, τό ὁποῖο ἀπεστάλη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τήν 30ή Σεπτεµβρίου τοῦ ἔτους 1999, σύµφωνα µέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν ἔχει Προκαθήµενον, ἀλλά Προκαθηµένη εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος. Μήπως µπορεῖ νά ἑρµηνευθῆ αὐτό ὡς ὑπαναχώρηση ἤ διαφορετικά; Τελικά, οἱ ὁποιεσδήποτε ἀπόρροιες τῆς Ἱερᾶς Αὐτῆς Συνόδου θά εἶναι ἀποφάσεις τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ἡ Σύνοδος αὐτή σχεδιάσθηκε καί προετοιµάσθηκε ὡς µιά Οἰκουµενική Σύνοδος καί µάλιστα ἡ πρώτη σκέψη διατυπώθηκε τό 1923 µέ τήν 1600η ἐπέτειο τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ἐτέθησαν περίπου ἑκατό (100) θέµατα τά ὁποῖα προέκυψαν ὅλο τό διάστηµα τῆς δεύτερης χιλιετίας, µέ τήν ἀπόσχιση τοῦ δυτικοῦ τµήµατος τῆς Ρωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (8ο-11ο αἰώνα), τήν διαίρεση καί τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ (15ο αἰώνα), τήν ἀνάπτυξη ποικίλων ἰδεολογικῶν ρευµάτων, ὅπως τοῦ ∆ιαφωτισµοῦ, τοῦ Ροµαντισµοῦ, τοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ, τοῦ ὑπαρξισµοῦ, ἀλλά καί τῆς ἐκκοσµίκευσης τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστιανισµοῦ.
Τελικά, ὅλο αὐτό τό ὅραµα τῶν «Πατέρων» τῆς ἰδέας αὐτῆς κατέληξε στό νά γίνη ὄχι µιά Οἰκουµενική Σύνοδος, ἀλλά µία Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού δέν µπορεῖ ἀκόµη νά βρῆ τήν ταυτότητά της, µέ µόνον ἕξι θέµατα ἄνευρα, ἀνεπίκαιρα, χωρίς ἰδιαίτερη στοχοθεσία, καί µερικά ἀπό αὐτά εἶναι ἀποδεσµευµένα ἀπό τήν παράδοση τῶν Πατέρων. Ἔχω ἀκούσει καί διαβάσει ὅτι ἀπό πολλούς ὑποστηρίζεται ὅτι ἔχει νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος περίπου 1.200 χρόνια καί αὐτή συνέρχεται γιά πρώτη φορά µετά ἀπό µιά τέτοια µεγάλη χρονική περίοδο. Αὐτό δηµιουργεῖ ἔντονο προβληµατισµό σέ ὅλους ὅσοι ἀσχολοῦνται µέ τά θεολογικά γράµµατα καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ αὐτόν τόν λόγο, παρουσιάζεται ὡσάν νά ὑπάρχη ἕνα ἐκκλησιαστικό κενό µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο πού ἔπρεπε νά καλυφθῆ, ἐνῶ ἔχουν συγκροτηθῆ µεγάλες καί σηµαντικές Σύνοδοι, ὅπως ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-80), ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ (1341-1351), ὅπως ἐπίσης σηµαντικές Σύνοδοι ἔγιναν µεταξύ τοῦ 15ου-18ου αἰῶνος, µέ καθοριστικές ἀποφάσεις. ∆ίνεται, λοιπόν, ἡ ἐντύπωση ὅτι παρακάµπτονται καί περιθωριοποιοῦνται ὅλες αὐτές οἱ σηµαντικές Σύνοδοι. Αὐτό τό θεωρῶ «προσβολή» ἐκ µέρους µας πρός τούς ἁγίους µας, Μέγα Φώτιο, ἅγιο Συµεών τόν Νέο Θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ, ἁγίους Κάλλιστο καί Φιλόθεο Κόκκινο, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, κατά τόν 15ο-18ο αἰώνα. Φυσικά, αὐτοί οἱ ἅγιοι δέν προσβάλλονται, ἀφοῦ οἱ διδασκαλίες τους ἔχουν ἀποκτήσει οἰκουµενικό κῦρος, ἡ ἀπόφαση τῆς Θ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (1351) ἔχει συµπεριληφθῆ στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, πού διαβάζεται κατά τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἀλλά εἶναι προσβολή καί πτώση δική µας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Φαίνεται ὅτι µέ τήν Σύνοδο αὐτή ἐπιδιώκεται νά ἀρχίση µιά νέα ἐποχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς µας ἀποστασιοποίησης ἀπό τήν θεολογία καί τήν ὁρολογία τῶν Οἰκουµενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο καί µετά.
Ἔτσι, θά παρουσιασθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα «κενό µνήµης», ἕνα «πνευµατικό ἀλτσχάϊµερ» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. ∆έν ἐξηγοῦνται ἀλλιῶς µερικά σηµεῖα τῶν κειµένων πού ἔχουν ἑτοιµασθῆ, ὅπως καί οἱ ἑρµηνευτικές ἀναλύσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τους. Φαίνεται νά εἶναι µιά κακέκτυπη µίµηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ὡς ἰδέα ξεκίνησε µέ τήν προσπάθεια γιά τήν σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἀνέπτυξε µιά «νέα ἐκκλησιολογία» πού ἀπό τήν ἔννοια «τῆς ἀποκλειστικότητας» πέρασε στήν θεολογία «τῆς περιεκτικότητας» ἤ «βαπτισµατικῆς θεολογίας», κατά ἀνάλογο τρόπο µερικά σηµεῖα τῶν κειµένων πού ἑτοιµάσθηκαν γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὑπενθυµίζουν µιά «νέα ἐκκλησιολογία» καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ἀναγνωρίζονται Μυστήρια καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἄν ἔλθουµε στά καθ’ ἡµᾶς, διαπιστώνουµε ὅτι ἡ Ἐκκλησία µας δέν προετοιµάσθηκε κατάλληλα γιά τήν Σύνοδο αὐτή. Καί εἶναι µιά Ἐκκλησία πού ἔχει ὑψηλό θεολογικό δυναµικό, ζωντανό µοναχισµό καί καλά ὀργανωµένη ἐκκλησιαστική ζωή. Μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία µας ἐκπαιδεύει, µέ τίς Θεολογικές Σχολές, Θεολόγους καί Κληρικούς ἄλλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχει παγκόσµια ἀκτινοβολία, µέ θεολογικά καί ποιµαντικά κείµενα καί πολλά ἄλλα. Ὅµως, γιά τήν ἐπεξεργασία τῶν κειµένων πού θά ὑπογραφοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν ὑπῆρξε ἐπαρκής προετοιµασία καί Συνοδικές Ἀποφάσεις. Τόν Μάρτιο τοῦ 2014 στήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Κωνσταντινούπολη ἀποφασίσθηκε ἡ Σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, καθώς ἐπίσης ἀποφασίσθηκε ἀπό Ἐπιτροπή νά ἐπικαιροποιηθοῦν τά ἤδη ἑτοιµασθέντα κείµενα. Ἀπό τότε µέχρι σήµερα ἔπρεπε νά συζητηθοῦν σέ Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας, νά δοθοῦν κατευθύνσεις στούς ἐκπροσώπους µας πού θά κατέληγαν σέ ὁριστικά κείµενα, νά γίνουν συζητήσεις στίς Θεολογικές Σχολές, σέ συνάξεις Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε νά ἐκτεθοῦν οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας µας, γιά νά περάσουν στά τελικά κείµενα. Ἀντίθετα, ὅµως, ὅλοι ἐµεῖς οἱ Ἱεράρχες διατελούσαµε ἐν ἀγνοίᾳ καί λάβαµε τά ὁριστικά κείµενα, ἀφοῦ ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τόν Ἰανουάριο στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης καί παρεπέµφθησαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἐρχόµαστε τώρα νά συζητήσουµε γιά τά κείµενα αὐτά, ὅταν ὑπάρχουν λίγες δυνατότητες νά διορθωθοῦν. Ἔχω στά χέρια µου τίς ἐκθέσεις τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων, οἱ ὁποῖες ὑποβλήθησαν στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο τοῦ ἔτους 2014-2015, καθώς ἐπίσης ἔχω καί τά ἀποσπάσµατα τῶν Πρακτικῶν τῶν Συνεδριάσεων τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.
Οἱ ἐκπρόσωποί µας διαβεβαίωναν µέ τίς Ἐκθέσεις τους ὅτι τά κείµενα δέν ἔχουν προβλήµατα. Ἐπίσης, ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος διένειµε τίς ἐκθέσεις καί τά κείµενα στούς Ἀρχιερεῖς πρός ἐνηµέρωσή τους, χωρίς νά φαίνεται ἀπό τά πρακτικά ὅτι ἔγιναν συζητήσεις ἤ δίδονταν κατευθυντήριες γραµµές γιά ἐνδεχόµενες τροποποιήσεις ἤ προσθῆκες, ἐκτός ἀπό µία φορά πού ἐλήφθη ἀπόφαση γιά µερικές λεκτικές διορθώσεις. Κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ ἔτους 2009 γιά τόν διάλογο µέ τούς Ρωµαιοκαθολικούς ἀποφασίσθηκε: «1. ∆ιεπιστώθη ἡ ἀνάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ἐνηµερώσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, στά σηµαντικά αὐτά ζητήµατα. ∆ηλώθηκε δέ ὅτι ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαµβάνῃ γνώση ὅλων τῶν φάσεων τῶν ∆ιαλόγων, διαφορετικά κανένα κείµενο δέν δεσµεύει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε αὐτό συνιστᾶ τό Συνοδικό Πολίτευµα τῆς Ἐκκλησίας. …
 Τό κείµενο τῆς Ραβέννας καί τό κείµενο πού πρόκειται νά συζητηθεῖ στήν Κύπρο τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἑποµένως καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτοµένης. Αὐτό πρακτικῶς σηµαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσµένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
Οἱ Ἱεράρχες εἶναι φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁµολόγησαν κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τους» (Ἀνακοινωθέν Ἱεραρχίας, 16-10-2009). Ἐάν αὐτό ἐλέχθη γιά τό κείµενο τῆς Ραβέννας, τό ἴδιο καί περισσότερο ἔπρεπε νά γίνη στήν περίπτωση αὐτή, ἀφοῦ ἐπρόκειτο νά ὑπογραφοῦν κείµενα δεσµευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔπρεπε, λοιπόν, πέρυσι νά συγκληθῆ πάραυτα ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας, νά µελετηθοῦν τά κείµενα ἀπό ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς, νά γίνουν συγκεκριµένες εἰσηγήσεις καί νά ληφθοῦν ἀποφάσεις. Αὐτό ἔγινε ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀπό ὅ,τι γνωρίζω.
Ἑποµένως, αὐτό πού γίνεται σήµερα ἔπρεπε νά γίνη πρό τῆς ὑπογραφῆς τῶν κειµένων αὐτῶν ἀπό τούς 6 Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης, τόν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 2016. Ἔπρεπε δέ νά ἀκούσουµε καί τίς ἀπόψεις τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκαδηµιῶν, ὅπως καί τῶν Ἱερέων, Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ἡ σοβαρότητα κάθε Συνόδου ἔχει σχέση µέ τήν σοβαρότητα µέ τήν ὁποία ἀντιµετωπίζονται τά θέµατα.
∆υστυχῶς, ἐµεῖς οἱ Ἐπίσκοποι ἀρκούµαστε µόνον σέ µιά ποιµαντική διακονία µέ κοινωνιολογική ἀναφορά καί ἔχουµε ἀφήσει τά θεολογικά θέµατα σέ µερικούς πού παριστάνουν τούς «εἰδικούς». Τοὐλάχιστον, σέ αὐτήν τήν «ἔσχατη ὥρα», τήν «δωδεκάτη», ἄς ἐπιδείξουµε ὑψηλό αἴσθηµα εὐθύνης ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήµατος καί θεολογικῆς ὁρολογίας, νά ἀποστασιοποιηθοῦµε ἀπό συναισθηµατικές «εὐαισθησίες» καί διάφορες ἐκκλησιαστικές σκοπιµότητες. ∆έν ἔχει σηµασία ποιοί θά ἐκπροσωπήσουν τῆς Ἐκκλησία µας στήν Σύνοδο αὐτή, ἀλλά τί θά ὑποστηρίξη ἡ Ἐκκλησία µας µέ τίς θέσεις πού θά παρουσιάση.
Ὁπότε, ἡ σηµερινή σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας εἶναι πολύ σηµαντική, γιατί πρέπει νά ἀποδεχθοῦµε τήν ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί στήν πραγµατικότητα νά ἀποφασίσουµε γιά θέσεις πού προσδιορίζονται ἀπό τήν παράδοσή µας ἤ ἐάν θά ἐπηρεασθοῦµε ἀπό σύγχρονες ἀντιλήψεις πού ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τήν γλώσσα καί τό πνεῦµα ὅλων τῶν Οἰκουµενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων τῆς δεύτερης χιλιετίας. Αὐτό εἶναι τό ζητούµενο. Θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουµε ὅτι δέν εἶναι µόνον τά κείµενα τῶν ἕξι θεµάτων, ἀλλά καίρια σηµασία ἔχει τό µήνυµα πού θά ἐκπονηθῆ καί θά ἀναγνωσθῆ στήν ἔναρξη τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἔχει λεχθῆ ὅτι κι ἄν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν συζητηθοῦν καί δέν ἀποφασισθοῦν διάφορα θέµατα, τό βασικότερο εἶναι τό µήνυµα πού θά ἀποσταλῆ σέ ὅλο τόν κόσµο. Ἔτσι, ἔχουµε ἐπιλέξει ἕναν Μητροπολίτη νά µᾶς ἐκπροσωπήση στήν σύνταξη τοῦ µηνύµατος. Θά ἔπρεπε σήµερα νά γνωρίζουµε τό περιεχόµενό του ἤ τά βασικά καί κεντρικά σηµεῖα πού θά περιλαµβάνη καί νά ἀποφασίσουµε σχετικά. Ἀπό ὅ,τι γνωρίζω ἤδη ἑτοιµάζεται τό κείµενο αὐτό, θά ὁλοκληρωθῆ ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή πού θά συνεδριάση στήν Κρήτη µιά ἑβδοµάδα πρίν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί θά εἶναι τό βασικό µήνυµα τῆς Συνόδου αὐτῆς. Τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι: Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά ἀγνοῆ τό κείµενο αὐτό, δέν θά λάβη γνώση τοῦ περιεχοµένου του, ἀφοῦ θά εἶναι τόσο σηµαντικό;
 Ἐγώ τοὐλάχιστον, ὅπως ἐλπίζω καί πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί, δέν ἐξουσιοδοτῶ κανέναν νά συντάξη καί νά ὑπογράψη ἕνα τέτοιο κείµενο, ἄν δέν τό διαβάσω προηγουµένως.
Προτείνω νά προστεθῆ στό Μήνυµα ἡ παράγραφος: «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων καί τῶν Μεγάλων Συνόδων ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί τῶν µετέπειτα Συνόδων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτά εἶναι τά καίρια καί σηµαντικά θέµατα καί ὄχι ποιός θά παρευρεθῆ στήν Σύνοδο αὐτή καί ποιός θά ἀρνηθῆ νά παρευρεθῆ γιά δῆθεν «συνειδησιακούς λόγους».
∆ιαβάζοντας κανείς µερικά ἀπό τά κείµενα αὐτά παρατηρεῖ ὅτι διαπνέονται ἀπό ἕνα πνεῦµα διγλωσσίας.
Ἡ λέξη διγλωσσία µπορεῖ νά ξενίζη, ἀλλά ἐκφράζει µιά πραγµατικότητα ὅταν γνωρίζουµε ὅλο τό πνεῦµα πού ὑπάρχει γύρω ἀπό τά σχετικά θέµατα. Σέ ἄλλο κείµενό µου ἔχω ἐπισηµάνει τά διφορούµενα θέµατα πού ὑπάρχουν σέ µερικά κείµενα, ὅπως τό ἔχουν κάνει πολλοί ἄλλοι, Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, µοναχοί, θεολόγοι, λαϊκοί, καί γι’ αὐτό δέν µπορεῖ κανείς νά ἐνοχλῆται. Ἡ ἐπισήµανση αὐτή εἶναι ἀναγκαία, ἄν σκεφθοῦµε ὅτι πρόκειται γιά Συνοδικά Πανορθόδοξα κείµενα, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι προσεγµένα. Μπορεῖ στήν καθηµερινή µας ἐπικοινωνία ἤ κάποτε σέ κείµενά µας νά ἔχουν περάσει µερικές λέξεις πού προκαλοῦν προβληµατισµό, ὅπως γιά παράδειγµα µπορεῖ νά γράφουµε ἤ νά ποῦµε «Ρωµαιοκαθολική Ἐκκλησία» ἤ «Προτεσταντική Ἐκκλησία» κλπ., ἀλλά ὅταν συντάσσωνται ὁµολογιακά κείµενα, τά ὁποῖα θά παραµένουν ὡς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τότε πρέπει νά εἴµαστε προσεκτικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, κατά τήν διάρκεια τῶν θεολογικῶν καί ἡσυχαστικῶν ἀγώνων ἔχει καθιερώσει µιά βασική ἀρχή: «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁµολογία».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν ἀντιλογία µπορεῖ κανείς νά χρησιµοποιήση κάθε εἴδους ἐπιχειρήµατα, ὅµως ὅταν γράφη ὁµολογιακά κείµενα, τότε ὁ λόγος πρέπει νά εἶναι σύντοµος καί δογµατικῶς ἀκριβής, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἐδογµάτισαν «βραχύ ρήµατι καί πολύ συνέσει». 8 Ἔτσι, τά κείµενα πού τίθενται ἐνώπιόν µας καί πρόκειται νά ὑπογραφοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία µας πρέπει νά εἶναι δογµατικῶς καθαρά, καί νά µή διακρίνωνται ἀπό ἀσάφεια καί σύγχυση, διαφορετικά δέν θά εἶναι κείµενα ὀρθόδοξα.
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τίς λέξεις πού χρησιµοποιοῦνται καταλαβαίνει ὅτι ἐπιδιώκεται νά καλυφθοῦν κάποια θέµατα, ὅπως, δυστυχῶς, γίνεται πολλές φορές µέ τούς νόµους πού ψηφίζονται στά Κοινοβούλια καί εἶναι φωτογραφικοί. Ὑπάρχει µιά ἀσαφής καί συγκεκριµένη πρακτική σέ πολλά ἐκκλησιαστικά θέµατα πού καλύπτονται κάτω ἀπό τίς λέξεις τῶν κειµένων, τά ὁποῖα κάνουν λόγο γιά ἄλλες Ἐκκλησίες. Θά ἀναφέρω τρία παραδείγµατα ἀπό τήν ἕως τώρα πρακτική. Τό πρῶτον εἶναι τό θέµα τῶν πράξεων τοῦ 1965, πού ἔγιναν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό Βατικανό, αὐτό πού ἔχει καθορισθῆ νά γράφεται ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεµάτων. Νά θυµίσω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β΄ , ἀνεψιός τοῦ Μεγάλου Φωτίου, µέ συνοδική ἀπόφαση διέγραψε τό ὄνοµα τοῦ Πάπα Ρώµης Σεργίου ∆΄ ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τό 1009, ἐπειδή στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του συµπεριέλαβε τό Σύµβολο τῆς Πίστεως µέ τό filioque, καί ἀπό τότε κανενός Πάπα τό ὄνοµα δέν ἐτέθη στά δίπτυχα, ὁπότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία. Ἀργότερα, τό 1054 ὁ Καρδινάλιος Οὐµβέρτος ἀναθεµάτισε τόν Πατριάρχη Κηρουλάριο καί ἄλλους δύο καί ἐκεῖνος τόν ἀναθεµάτισε. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀκοινωνησία ὑπῆρξε καί πρίν τά ἀναθέµατα, καί φυσικά ἡ ἄρση τῶν ἀναθεµάτων δέν καταργεῖ τήν πράξη τῆς ἀκοινωνησίας. Τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι: Τό 1965 ἔγινε ἄρση ἀναθεµάτων ἤ ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας; Εἶναι ἐρώτηµα καίριο, διότι στήν Πράξη τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 7ης ∆εκεµβρίου τοῦ 1965 γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀναθεµάτων, καί ἑποµένως ὑφίσταται ἀκόµη ἡ ἀκοινωνησία, ἐνῶ σέ δήλωση πού ὑπογράφηκε στά γαλλικά µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα καί τήν ὁποία διάβασε ὁ Πάπας κατά τήν τελευταία ἡµέρα (7 ∆εκεµβρίου) καί πράξη τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀκοινωνησίας.
Ἔχω στήν διάθεσή µου τό κείµενο αὐτό στήν γαλλική καί τήν ἀγγλική γλώσσα. Τό δεύτερο εἶναι συνέχεια τοῦ προηγουµένου ὅτι, δυστυχῶς, στήν ἐκκλησιαστική πρακτική ὄχι µόνον ἀναγνωρίζονται οἱ Ἑτερόδοξοι ὡς  Ἐκκλησίες, ἀλλά ὑπάρχει καί ἐκκλησιαστική καί εὐχαριστιακή κοινωνία! Ἑποµένως, ὑφίσταται µία ἐκκλησιαστική διγλωσσία, ἀσάφεια καί σύγχυση. Ἀναφέροµαι σέ ἕνα κείµενο µιᾶς Ἐκκλησίας, πού χαρακτηρίζεται ὡς «Ὁµολογία», πού ἐγκρίθηκε ἐπισήµως καί στό ὁποῖο ἐπικρατεῖ σέ µεγάλο βαθµό ἡ διγλωσσία καί ἡ σύγχυση. Ἐνῶ γίνεται λόγος γιά Μία Ἐκκλησία, συγχρόνως χαρακτηρίζονται καί ἄλλες ὁµολογίες ὡς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες «ἀποτελοῦν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἐπίσης, γίνεται λόγος ἀκόµη γιά θεία Κοινωνία ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς «διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας», ὅπως καί γιά τό ὅτι «ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Τό τρίτο παράδειγµα εἶναι ὅτι πρόσφατα διάβασα τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Ἀντωνίου Παπαδοπούλου µέ τίτλο «Θεολογικός διάλογος Ὀρθοδό- ξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν (ἱστορία-κείµενα-προβλήµατα)» καί διαπίστωσα ἀκόµη γιά µιά φορά ὅτι κατά τόν διάλογο αὐτό καί τίς δηλώσεις καί τά κοινά κείµενα µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα, ὅπως καί τῶν ἀντιπροσώπων τους, ἐπικρατεῖ µιά γλώσσα ὅτι ἐπικρατεῖ ἕνα πνεῦµα «ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια» καί ὅτι «αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δέ ἰδιαζούσης ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος». Ἡ διγλωσσία σέ ἐπίσηµα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα εἶναι µιά ὀδυνηρή πραγµατικότητα πού δείχνει τήν ἀποµάκρυνση ἀπό τά ἐπίσηµα ἐκκλησιαστικά κείµενα δύο χιλιετιῶν. Αὐτό δέν πρέπει νά γίνη στά κείµενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
 Στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», ἐνῶ γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», συγχρόνως γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν», ὁπότε γίνεται σύγχυση πρός τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό προτείνεται ἡ διόρθωση τοῦ κειµένου αὐτοῦ.  Τό θέµα αὐτό εἶναι σοβαρότατο, γιατί σέ διάφορους θεολογικούς διαλόγους µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ὅπως ἐπίσης καί σέ ἐπίσηµα κείµενα γίνεται λόγος γιά «ἀδελφές Ἐκκλησίες», µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν, καί δυστυχῶς αὐτός ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἀνέπτυξε µιά ἰδιαίτερη θεολογία καί ἐκκλησιολογία.
∆έν εἶναι δέ ἕνας τεχνικός ὅρος, ἀλλά µιά σύγχρονη ἐκκλησιολογική θεολογία, πού ἐπικράτησε στήν οἰκουµενική κίνηση. Γιά τόν ὅρο «ἀδελφές Ἐκκλησίες» καί µάλιστα ὅπως ἄρχισε νά χρησιµοποιῆται, γίνεται µιά ἀναφορά σέ κείµενο πού ἐξέδωσε τό Γραφεῖο τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν διδασκαλία πίστεως τοῦ Βατικανοῦ (30 Ἰουνίου 2000), τῆς ὁποίας προήδρευε ὁ Καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράντζιγκερ, µετέπειτα Πάπας Βενέδικτος. Ὁ ὅρος αὐτός, σύµφωνα µέ τό κείµενο αὐτό, ἐµφανίσθηκε τόν 12ο καί 13ο αἰώνα, χρησιµοποιήθηκε στούς νεώτερους χρόνους ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα, υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί ἔκτοτε χρησιµοποιήθηκε σέ παπικά ἔγγραφα, σέ προσφωνήσεις, σέ ἐπιστολές, σέ ἐγκυκλίους κλπ. Ἐπίσης, στό κείµενο πού ἐξέδωσε ἡ Ἐπιτροπή γιά τήν διδασκαλία τῆς πίστεως γίνεται µιά θεολογική ἀνάλυση τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς καί παρουσιάζεται γιά τό πῶς τήν ἐννοοῦν οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί», ὅτι «ἡ µία ἁγία, καθολική καί ἀποστολική παγκόσµια Ἐκκλησία», πού εἶναι ἡ Παπική, «δέν εἶναι ἀδελφή, ἀλλά µητέρα ὅλων τῶν συγκεκριµένων Ἐκκλησιῶν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον «θά πρέπει κάποιος νά ἀποφεύγη, ὡς αἰτία παρεξηγήσεως καί θεολογικῆς σύγχυσης, τήν χρήση ἐκφράσεων ὅπως «οἱ δυό µας Ἐκκλησίες», ἡ ὁποία ἀποδίδεται στήν Καθολική Ἐκκλησία καί στό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (ἤ µιᾶς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας)». Πάντως, ὁ ὅρος αὐτός «ἀδελφές Ἐκκλησίες», κατά τό κείµενο, «µπορεῖ νά χρησιµοποιεῖται µόνο γιά τίς ἐκκλησιαστικές ἐκεῖνες κοινότητες, οἱ ὁποῖες διατήρησαν ἔγκυρη ἐπισκοπική διαδοχή καί εὐχαριστία».
Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» χρησιµοποιεῖται ἀπό τούς Παπικούς µέ τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἔννοια τῆς ἐγκυρότητας τῶν µυστηρίων καί τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς καί δέν εἶναι ἕνας τεχνικός ὅρος, µέ τήν προσθήκη ὅτι µητέρα Ἐκκλησία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ «Καθολική Ἐκκλησία». Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε γιά τό θέµα αὐτό: «Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς 11 ἐκφράσεως εὐγενείας, ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας». Αὐτό προέρχεται ὄχι µόνο ἀπό τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἀλλά καί ἀπό τά κείµενα πού ὑπογράφησαν κατά τούς θεολογικούς διαλόγους µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1987), στό Νέο Βάλαµο τῆς Φινλανδίας (1988) καί ἀργότερα στήν Ραβένα (2007).
Ὑπενθυµίζω ὅτι στό Μόναχο καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Τό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος»· στό Μπάρι καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Πίστις, µυστήρια καί ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας»· στό Νέο Βάλαµο καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Τό Μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης ἐν τῇ µυστηριακῇ δοµῇ τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίᾳ ἡ σπουδαιότης τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τόν ἁγιασµόν καί τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ»· καί στήν Ραβένα καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Ἐκκλησιολογικαί καί κανονικαί συνέπειαι τῆς µυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης καί αὐθεντία».
Τά τέσσερα αὐτά κείµενα καταρτίσθηκαν καί ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκλησιῶν, µέ τήν προοπτική ὅταν θά ὁλοκληρωθῆ ὁ θεολογικός διάλογος, θά ἐγκριθῆ ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ὕστερα ἀπό αὐτά ἐξάγονται ἀναµφιβόλως δύο σηµαντικά συµπερά- σµατα. Τό πρῶτο συµπέρασµα εἶναι ὅτι ὁ ὅρος «ἀδελφαί Ἐκκλησίαι» καί ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» γιά τούς Ρωµαιοκαθολικούς δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στίς χριστιανικές αὐτές κοινότητες. Τό δεύτερο συµπέρασµα εἶναι ὅτι τά ὡς ἄνω κείµενα ὑπεγράφησαν ἀπό τούς ἐκπροσώπους καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µέ τήν ἀπαραίτητη ὅµως προϋπόθεση ὅτι θά ἔλθουν τελικά πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δηλαδή τελοῦν ὑπό τόν ἀπαραίτητο ὅρο τοῦ ad referendum.
Ἄν ὅµως στό κείµενο πού πρόκειται νά ψηφισθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο στήν Κρήτη παραµείνη ἡ ἔκφραση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν» καί ἄλλες παρόµοιες ἐκφράσεις, τότε ἀναγνωρίζονται ἐµµέσως τά κείµενα πού ἤδη ἔχουν ὑπογραφῆ ἀπό τούς ἀντιπροσώπους, καίτοι εἶναι προβληµατικά, χωρίς νά ἔλθουν πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία µας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον πρέπει νά προηγηθῆ ἡ ἔγκριση ἤ µή τῶν τεσσάρων κειµένων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. 12 Ἑποµένως, πρέπει ὁπωσδήποτε στό κείµενο πού πρόκειται νά συζητηθῆ καί νά ψηφισθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο νά µή χαρακτηρίζωνται ἄλλες Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες ὡς Ἐκκλησίες.
Συνέχεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό Βάπτισµα τῶν Ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», δηλαδή δέν ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παλαιότεροι Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου χρησιµο- ποιοῦσαν τήν κανονική τάξη περί τοῦ κατ’ ἀκρίβειαν καί κατ’ οἰκονοµίαν τρόπου ἀποδοχῆς κάποιων ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἄν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας –πού δέν ὑπάρχουν– καί ἄλλο εἶναι τό πῶς ἀποδεχόµαστε κάποιον ἑτερόδοξο στήν Ἐκκλησία. Κατ’ ἀκρίβειαν δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κατ’ οἰκονοµίαν ἀποδεχόµαστε κάποιον µέ Χρίσµα ἤ λίβελλο, ὅταν ἡ βάπτιση γίνεται στό ὄνοµα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως νοεῖται ὀρθοδόξως, καί µέ τριττή ἐµβάπτιση στό νερό. Αὐτό µᾶς ἀναπαύει. Ἡ ἄποψη µερικῶν νά µετατρέπουν τήν οἰκονοµία, ἀπό µία προσωρινή ὑποστολή τῆς ἀκρίβειας σέ µόνιµη κατάσταση, εἶναι ἀνεπίτρεπτη. Ἔτσι, πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων-αἱρετικῶν εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», πράγµα πού δέν τό ἰσχυρίζονται οἱ Κανόνες 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές Οἰκουµενικές Συνόδους δέν πρέπει νά παροραθῆ ὅτι στήν λατινική παράδοση ἔχει εἰσαχθῆ ἡ αἵρεση τοῦ filioque, ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ἄλλες αἱρετικές ἀποκλίσεις, καθώς ἐπίσης καί ὁ ραντισµός στό βάπτισµα καί ἡ ἐπίχυση ὕδατος, παρακάµπτοντας τήν ἐµβάπτιση τοῦ ἐµβαπτιζοµένου στό νερό. Ἔπειτα, διερωτᾶται κανείς γιατί νά µή εἶναι «ἔγκυρα» καί «ὑποστατά» τό Χρίσµα, ἡ θεία Εὐχαριστία στούς ἑτεροδόξους µέ τήν ἴδια νοοτροπία; Καί γιατί εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων, ὅταν ταυτοχρόνως ἐµποδίζονται νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πού εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός τοῦ βαπτίσµατος; ∆ηλαδή, κατά µερικούς θεολόγους τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», ἀλλά δέν παράγει ἐκκλησιαστικά ἀποτελέσµατα, ἀφοῦ εἶναι ἀνενεργό , ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος;  Ἡ ἄποψη περί «ἐγκύρου» καί «ὑποστατοῦ» βαπτίσµατος συνδέεται µέ τήν Ἀποστολική ∆ιαδοχή, δηλαδή «ἔγκυρη» καί «ὑποστατή» Ἱερωσύνη. Αὐτή ἡ θέση εἶναι παράδοξη, διότι ἡ Ἀποστολική ∆ιαδοχή δέν εἶναι «µαγική» καί µηχανική πράξη, δέν εἶναι µόνον µιά σειρά, ἀδιάκοπη ἔστω, χειροτονιῶν, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός διαδοχή ἀποστολικοῦ τρόπου, κατά τό Ἀπολυτίκιο: «Καί τρόπων µέτοχος, καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόµενος, τήν πράξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτοµῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας µέχρις αἵµατος, Ἱεροµάρτυς Ἰγνάτιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡµῶν».
Ἡ ἀπώλεια τῆς Ὀρθοδόξου ἀποκαλυπτικῆς πίστεως, ἡ εἰσαγωγή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ὡς ἀνωτέρας ἀπό τήν ἀποστολική καί τήν πατερική θεολογία, δέν συνιστᾶ Ἀποστολική διαδοχή. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύµατος ἐφ’ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ µετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν» (α΄ Κανών). Ὅπως ἐπίσης εἶναι γνωστή ἡ φράση ἀπό τόν Κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος: «Παρὰ δὲ τοῖς αἰρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁµαρτηµάτων ἄφεσιν λαβεῖν». Πέρα τοῦ δογµατικοῦ αὐτοῦ θέµατος τίθεται ἔντονος προβληµατισµός, καί ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, τῆς ἀδιάκοπης σειρᾶς χειροτονιῶν, ἀφοῦ παραδίδεται ἱστορικά ὅτι ὁ Καρλοµάγνος καί οἱ διάδοχοί του τοποθετοῦσαν ὡς Ἐπισκόπους λαϊκούς χωρίς χειροτονία, τούς θεωροῦσαν ὡς διοικητικά ὄργανα µέσα στό φεουδαλιστικό σύστηµα πού ἐπέβαλαν, µέ ἀποτέλεσµα νά διαµαρτύρεται, πρίν τό 1009, ἀκόµη καί ὁ Πάπας τῆς Ρώµης πρός τούς Γερµανούς Ἡγεµόνες. Ἱστορικά ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι πρίν τό σχίσµα τῆς Παλαιᾶς Ρώµης πρός τήν Νέα Ρώµη, ὑπῆρξε σχίσµα τῶν Ἐπαρχιῶν ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ Καρλοµάγνος πρός τήν Παλαιά Ρώµη.
Τό ἔτος 794 στήν Φραγκφούρτη καταδικάστηκε ἡ Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδος καί τό ἔτος 809 στό Ἄαχεν εἰσήχθη τό filioque, καί ὅλα αὐτά πέρασαν καί στήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώµης, ὅταν κατελήφθη ἀπό τούς Φράγκους. ∆ιαβάζοντας τό βιβλίο «∆ιάλογοι» τοῦ Πάπα Ρώµης Γρηγορίου, τοῦ ὀνοµαζοµένου ∆ιαλόγου, βλέπει κανείς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρώµης πρό τοῦ 7ου αἰῶνος µ.Χ., τήν θεολογία της καί τόν ἡσυχασµό της, τά κοινά σηµεῖα µέ τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν, Ἐπισκόπων καί µοναχῶν πρός τούς αἱρετικούς Γότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, Λογγοβάρδους καί ἀκόµη πρός τούς Φράγκους, ὅπως καί τά µαρτύρια, τήν σφαγή πού ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Παλαιᾶς Ρώµης ἀπό τά Γερµανικά φῦλα. Καί ὅλα αὐτά συνέβαιναν στίς ἀρχές τοῦ 7ου 14 αἰῶνος. Τότε, γιά ποιά ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή ὁµιλοῦµε, ὅταν ὅλα εἶναι προβληµατικά, καί τά θεολογικά, καί τά ἐκκλησιαστικά, καί τά ἱστορικά;
Τό θέµα τοῦ προσώπου δέν εἶναι «σχολαῖο», δηλαδή σχολαστικό, εἶναι µεγίστης σηµασίας.
Ἔχει εἰσαχθῆ στήν ὁρολογία µας, τό χρησιµοποιοῦµε συχνά, κάνουµε λόγο γιά τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο» καί τήν «ἱερότητά» του, γιά τήν διαφορά µεταξύ «προσώπου καί ἀτόµου» καί πολλά ἄλλα πού εἶναι ἄρνηση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων µας. ∆ιάβασα τό κοινό ἀνακοινωθέν πού ὑπεγράφη στήν Μυτιλήνη µεταξύ τοῦ Πάπα, τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος. Γίνεται λόγος γιά «προστασία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», γιά «ἀνθρωπιστική κρίση», γιά «παραβίαση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τῶν θεµελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων καί ἐλευθεριῶν τους», γιά «κρίση ἀνθρωπιστική», ἀλλά ὄχι γιά «ἀνθρώπινο πρόσωπο». ∆υστυχῶς, σήµερα ἔχει ἀντικατασταθῆ ἡ ὡραιότατη καί θεολογικότατη λέξη ἄνθρωπος ἀπό τίς λέξεις πρόσωπο, ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού µοῦ θυµίζουν τήν παλαιότερη φράση «σοσιαλισµός µέ ἀνθρώπινο πρόσωπο», καί µέ αὐτή τήν ἔννοια ἀπό τήν θεολογία φθάσαµε στήν κοινωνιολογία γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα.
Βεβαίως, σεβόµαστε τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα, ἀλλά ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν µπορεῖ νά περικλεισθῆ µόνον σέ αὐτά. Ἡ λέξη πρόσωπο καί ἄτοµο γιά τόν ἄνθρωπο καί τά σχετικά µέ τήν «ὀντολογία τοῦ προσώπου» ἔχουν µιά διαδροµή ἀπό τόν Θωµᾶ τόν Ἀκινάτη µέχρι τόν Κάντ, τόν γερµανικό ἰδεαλισµό (Φίχτε, Σέλινγ, Χαῖγκελ), τήν ρωσική θεολογία καί τόν ὑπαρξισµό, καί χρησιµοποιοῦνται κυρίως ἀπό µερικούς Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά µιά µορφή «θεολογικοῦ ἰοῦ», πού ἔχει προσβάλει τήν ὀρθόδοξη θεολογία µας. Καί µπορεῖ, ἴσως, νά χρησιµοποιοῦµε τόν ὅρο αὐτόν στήν καθηµερινή µας γλώσσα, χωρίς νά τό ἀντιλαµβανόµαστε, ἀλλά ὅταν εἰσάγεται αὐτός ὁ ὅρος σέ ἐπίσηµα συνοδικά καί ἐκκλησιαστικά κείµενα, τότε ἀποτελεῖ θεολογική παρεκτροπή. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι πού χρησιµοποιοῦν τίς φράσεις «ἀνθρώπινο πρόσωπο», «ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», «βούληση ἤ ἐλευθερία τοῦ προσώπου» σαφῶς παραβιάζουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὅτι ἡ φύση εἶναι καλή, καί ὄχι ἀναγκαστική, ἡ θέληση-βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ὄχι τοῦ προσώπου, τό πρόσωπο ταυτίζεται µέ τό ἄτοµο κ.ἄ.
Ἡ σύνδεση µεταξύ τῆς θέλησης καί τοῦ προσώπου καταργεῖ τόν Τριαδικό Θεό, εἰσάγει τριθεΐα, καί ἡ σύνδεση µεταξύ φύσεως καί ἀνάγκης ἀποδίδει µοµφή στόν Θεό γιά τήν δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, στό κείµενο πρέπει νά ἀντικατασταθοῦν τά περί προσώπου, µέ τήν λέξη ἄνθρωπος. Τί ὡραία εἶναι αὐτή ἡ λέξη µέ τό ὀρθόδοξο περιεχόµενο τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁµοίωση! Φυσικά, κάθε ἄνθρωπο ὡς δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τόν σεβόµαστε καί δέν µπορεῖ νά τόν ὀνοµάζουµε πρόσωπο γιά νά δείχνουµε τόν σεβασµό µας σέ αὐτόν. Ἐπειδή µερικοί ἐπικαλοῦνται τόν Γέροντα Σωφρόνιο πού ὁµιλοῦσε περί προσώπου θέλω νά ἐπισηµάνω ὅτι ὅσα ἔγραφε ὁ Γέροντας δέν ἔχουν καµµιά σχέση µέ ἐκεῖνα πού ἀναλύουν οἱ σύγχρονοι θεολογοῦντες περσοναλιστές.
Ὁ Γέροντας ταύτιζε τό πρόσωπο-ὑπόσταση µέ τήν πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁµοίωση καί στήν πραγµατικότητα µέ τόν ὅρο πρόσωπο «ζωγράφιζε» τόν ἅγιο Σιλουανό.
Τά κείµενα πού ἔχουν γραφῆ καί ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί πρόκειται νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκαλοῦν σέ µερικά σηµεῖα, διότι στίς ἡµέρες µας παρατηρεῖται, ἀκόµη καί µέσα στήν Ἐκκλησία µιά σύγχυση µεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί τῆς διδασκαλίας τῶν οὑµανιστῶν πολεµίων του.
Τά κείµενα καταρτίσθηκαν χωρίς δηµόσιο διάλογο καί θεολογική «διαβούλευση», γι’ αὐτό δηµιούργησαν θεολογικές ἀντιδράσεις, καί δικαίως. Ὅµως, µερικοί «ἔξυπνοι» ὁµίλησαν σκληρά γι’ αὐτούς πού δικαίως ἀντιδροῦν µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα καί τούς ὀνόµασαν «»στρατευµένη φράξια» µιᾶς ἰδεολογικῆς ὀρθοδοξίας», τῆς «ὀρθοδοξίας «ἁγιατολάχ»». Στρέφονται ἐναντίον «τῆς σύναξης τῶν πεφωτισµένων καί θεουµένων γερόντων καί πνευµατικῶν πατέρων», καί γράφουν: «Καιρός πιά, γιά τούς ὑπεύθυνους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες καί ὅλους ἐµᾶς, νά τελειώνουµε µ’ αὐτήν τήν καρικατούρα τῆς δῆθεν πιστότητας στήν Παράδοση, µ’ αὐτούς τούς ὀρθοδόξους «ἁγιατολλάχ», πού θεωροῦν πῶς ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς ἀνά τόν κόσµον ὀρθοδοξίας…». Τό πρόβληµα, λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐπιχειρεῖται µιά χειραφέτηση ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τήν 7η Οἰκουµενική Σύνοδο καί φθάνει µέχρι σήµερα, µιά ἀποδυνάµωση καί ἀποµάκρυνση ἀπό τήν διδασκαλία τῶν θεουµένων ἁγίων µας, κυρίως τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ 16 ἁγίου Συµεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ὅλων τῶν ἄλλων Φιλοκαλικῶν Πατέρων. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, ἄς ὁµολογήσουν ἐπισήµως στό µήνυµα, πού θά ἐκπέµψουν, τήν πιστότητά τους στίς Μεγάλες Συνόδους µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, ἤτοι στίς Συνόδους ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί στίς ἐν συνεχείᾳ Συνόδους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.
Εἶναι τόσο ἁπλό!

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου